νεκροτομή

νεκροτομή
και νεκροτομία, η (Μ νεκροτομία)
ιατρ. η ανατομική εξέταση πτώματος με διάνοιξη τών διαφόρων κοιλοτήτων και οργάνων, η οποία αποσκοπεί στην εξακρίβωση τών αιτίων τού θανάτου ή σε άλλους ερευνητικούς σκοπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)-* + -τομία (< -τόμος < τέμνω). Η λ. με τη νεοελλ. σημ. ως επιστημονικός όρος, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. necrotomy (< νεκρός + τομή)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μοργκάνειος — α, ο 1. αυτός που αναφέρεται στον Ιταλό γιατρό και ανατόμο τού 17ου αιώνα Τζοβάνι Μπατίστα Μοργκάνι 2. φρ. «μοργκάνεια εξέταση» ιατρ. η μεταθανάτια εξέταση ενός ατόμου που γίνεται με νεκροψία και νεκροτομή. [ΕΤΥΜΟΛ. Από το όν. τού G. Β. Μorgani + …   Dictionary of Greek

  • νεκροψία — Διαγνωστική έρευνα που γίνεται από ειδικευμένους γιατρούς σε νεκρό σώμα για να διαπιστωθούν τα αίτια του θανάτου, είτε για καθαρώς διαγνωστικούς σκοπούς είτε για ιατροδικαστικούς, όταν υπάρχει υπόνοια ότι ο θάνατος του ατόμου οφείλεται σε… …   Dictionary of Greek

  • νεκρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ νεκρός, ά, όν) 1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ. β …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”