- νεκροτομή
- και νεκροτομία, η (Μ νεκροτομία)ιατρ. η ανατομική εξέταση πτώματος με διάνοιξη τών διαφόρων κοιλοτήτων και οργάνων, η οποία αποσκοπεί στην εξακρίβωση τών αιτίων τού θανάτου ή σε άλλους ερευνητικούς σκοπούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)-* + -τομία (< -τόμος < τέμνω). Η λ. με τη νεοελλ. σημ. ως επιστημονικός όρος, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. necrotomy (< νεκρός + τομή)].
Dictionary of Greek. 2013.